- ἐριβώλακα
- ἐριβώ̱λακα , ἐριβῶλαξwith large clodsmasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
LARISSA — I. LARISSA nomen arcis s. ἀκροπόλεως Argivorum, Steph. a Danao condita. Sicut enim Cecrops Cecropiam, Cadmus Cadmeiam, ita Danaus Argivorum Α᾿κρόπολιν condidisse perhibetur, Strabo l. 9. p. 430. et l. 13. p. 604. Ex hac, cum Lynceus e Lyrcea opp … Hofmann J. Lexicon universale
εξικνούμαι — (AM ἐξικνοῡμαι, έομαι) φτάνω (α. «ώς εκεί εξικνείται το θράσος του» β. «Φθίην ἐξικόμην ἐριβώλακα») αρχ. μσν. 1. φθάνω κάπου, διανύω μιαν απόσταση («πρὶν τόξευμα ἐξικνεῑσθαι») 2. επαρκώ («ἐφ ἅ δὲ αὐτὸς οὐκ ἐξικνεῑτο») αρχ. έρχομαι ως ικέτης.… … Dictionary of Greek